-
1 μάστιξ
A whip, scourge, mostly for driving horses, Il.5.748, etc.;μ. λιγυρῇ 11.532
; ἵππου μ. horse- whip, Hdt.4.3; λιγυρὰ μ. (anap.); later, scourge, ὑπὸ μαστίγων διαβαίνειν to cross under the lash, of soldiers flogged on, Hdt.7.56, cf. 103;τοξεύειν ὑπὸ μ. X.An.3.4.25
;τῇ μ. κνάπτειν Cratin.275
; μάστιγ' ἔχων whip in hand, Ar.Th. 933, Phryn.Com.36.II metaph., scourge, plague,μάστιξ Διός Il.12.37
, 13.812;μάστιγι θείᾳ.. ἐλαύνομαι A.Pr. 682
;πληγεὶς θεοῦ μάστιγι Id.Th. 608
; διπλῇ μ., τὴν Ἄρης φιλεῖ, i.e. fire and sword, Id.Ag. 642; μ. [Θεοῦ], of sickness, Ev.Marc.5.34, cf. 3.10 (pl.); but μάστιξ Πειθοῦς the lash of eloquence, Pi.P.4.219:—[dialect] Ion. μάστις (q. v.): μάστιγξ is not found. -
2 μάστιξ
См. также в других словарях:
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek